Κυρίες και κύριοι,
Επιτρέψτε μου να εκφράσω τις ευχαριστίες μου στους
οργανωτικούς φορείς για την πρόσκληση που μου απηύθυναν να συμμετάσχω σε αυτή
την ιδιαίτερη - εορταστική – συζήτηση για τις προκλήσεις της Μεσογείου, με
αφορμή τα 50 χρόνια από τη Συνθήκη της Ρώμης. Δράσεις τέτοιου περιεχομένου
αποτελούν μέρος της δημόσιας διαβούλευσης για το κοινό ευρωπαϊκό μέλλον, αλλά
και εργαλεία κατανόησης και επανεκτίμησης των περιφερειακών, και κυρίως, των τοπικών
αναπτυξιακών προοπτικών σε ένα κόσμο ραγδαία εξελισσόμενο και γεμάτο προκλήσεις.
Ακολουθώντας τις
ουσιαστικές τοποθετήσεις των αξιότιμων κυρίων ευρωβουλευτών δεν θα ήθελα να σας
κουράσω με το πόσα πολλά και σημαντικά έχουμε πετύχει στην Ευρώπη εδώ και μισό
αιώνα. Μια ματιά στην κατάσταση των γειτονικών μας Βαλκανικών και Μεσογειακών
χωρών αποτελεί την καλύτερη απόδειξη για την ιστορική σημασία που είχε η
συμμετοχή της χώρας μας στον ευρωπαϊκό χώρο σταθερότητας και ανάπτυξης. Θα
ήθελα όμως να επικεντρωθώ σε δύο άξονες προβληματισμού, συμπληρωματικά των
εισηγήσεων που προηγήθηκαν, οι οποίοι αφορούν αφενός, στη σημασία και την
εξέλιξη της Διαδικασίας της Βαρκελώνης (ΔτΒ), και αφετέρου, στις προκλήσεις με
τις οποίες καλείται να αναμετρηθεί η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) στη σημερινή Μετα-Συνταγματική
συγκυρία.
Αναφορικά με τον πρώτο άξονα, θα ήθελα να τονίσω ότι η Μεσόγειος αποτελεί μια περιοχή ιδιαίτερου τοπικού ενδιαφέροντος για προφανείς γεω-οικονομικούς λόγους, αλλά και διότι παραμένει, παρά την πρόσφατη διεύρυνση του διεθνούς συστήματος, ένας σημαντικότατος στρατηγικός κόμβος συνάντησης πολιτισμών, αλλά και ένα πεδίο αιματηρών συγκρούσεων, κυριαρχίας και ανισότητας μεταξύ Βορρά-Νότου. Στη πραγματικότητα, βρίσκεται σε εξέλιξη ένα πολιτικο-οικονομικό, πολιτιστικό και δημογραφικό χάσμα, όχι μόνο μεταξύ ημών (δηλαδή του Βορρά) και των νότιων παράκτιων χωρών, αλλά ακόμη βαθύτερα στο εσωτερικό ενός Νότου, ο οποίος εκτείνεται γεωπολιτικά μέχρι την υποσαχάρια Αφρική, φτάνει μέχρι την Τουρκία και δέχεται την πρόκληση της Δυτικής Ασίας. Στη βόρεια Μεσογειακή όχθη, η ευρωπαϊκή ενοποίηση αποτέλεσε μια πραγματική ιστορική καμπή. Πραγματοποιήθηκε, όμως, αρχικά με κατεύθυνση προς το Βορρά της Ευρώπης, στη δεκαετία του ‘80 επεκτάθηκε προς τον ευρωπαϊκό Νότο και τελικά σήμερα, διευρύνεται προς τη «μεγάλη Ανατολή», αφήνοντας εκτός, το Μεσογειακό Νότο.
Μετά το τέλος
του Ψυχρού Πολέμου η περιοχή χαρακτηρίζεται από ένα νέο πολύ-αιτιακό και
πολύ-λογικό δυναμισμό που εκφράζεται μέσα από τον αυξανόμενο πλουραλισμό σε περιφερειακές
αλληλεξαρτήσεις και δομές διακυβέρνησης. Η πλέον σημαντική δομή είναι αυτή της Διαδικασίας
της Βαρκελώνης, η οποία από το Νοέμβριο του 1995, οδηγεί στη δημιουργία
κλίματος σταθερότητας, κατάλληλου για την οικονομική ανάπτυξη και τον έλεγχο
των πιεστικών μεταναστευτικών ροών από το Νότο προς τον ευρωπαϊκό παράδεισο. Για
την υλοποίηση του στόχου αυτού, η ΕΕ μέσω του προγράμματος MEDA Ι και ΙΙ έχει
διαθέσει από το 1995 πάνω από 3 δις ευρώ, και μαζί με την Ευρωπαϊκή Τράπεζα
Επενδύσεων και το FEMIP
παρέχουν πλέον περίπου 3 δις ευρώ ετησίως με τη μορφή επιχορηγήσεων και δανείων
για αναπτυξιακές συνεργασίες.
Σχεδόν δώδεκα έτη μετά, το όραμα της ΕΕ για τη δημιουργία ενός κλοιού ασφαλείας από σχετικά ευημερούσες και κατά το δυνατόν δημοκρατικές χώρες παραμένει μακρινό. Ειδικά μετά τη δεύτερη indifada το 2000, έχει διαμορφωθεί εντελώς διαφορετικό κλίμα από εκείνο το οποίο επικρατούσε στις αρχές της δεκαετίας του ’90 στη Μέση Ανατολή. Αν και η ΔτΒ δεν έχει καταφέρει να επιτύχει όλους τους εξαιρετικά φιλόδοξους στόχους της, εντούτοις, αποτελεί το σημαντικότερο σχήμα περιφερειακής συνεργασίας σε θέματα ανάπτυξης. Το πλαίσιο πολιτικής συνεργασίας βελτιώθηκε, ανατρέποντας σε πολλές περιπτώσεις την απροθυμία των Μεσογειακών χωρών να προχωρήσουν στις (όντως δύσκολες) μεταρρυθμίσεις που τους ζητούνται. Έχει βοηθήσει, επίσης, στην εμπέδωση μιας περιφερειακής κουλτούρας στρατηγικής συνεργασίας, ενώ και ο ευρωπαϊκός παράγοντας στην περιοχή έχει συνολικά αναβαθμιστεί. Βέβαια, η αναζήτηση των σημείων θετικής εξέλιξης του συστήματος δεν σημαίνει υποτίμηση των πραγματικών δυσκολιών, όπως για παράδειγμα, τα προβλήματα από την παρατεταμένη κρίση στη Μέση Ανατολή και η αδυναμία να υπογραφής της Ευρω-Μεσογειακής Χάρτας Σταθερότητας.
Πρέπει να τονιστεί πως εκτός από τις διαδοχικές
κρίσεις στις Αραβο-Ισραηλινές σχέσεις, μετά το 2001, οι «ασύμμετρες» απειλές και
οι παρεμβάσεις των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ, οδήγησαν στη συνολική
υποβάθμιση του κλίματος περιφερειακής συνεργασίας, ακόμη και στα θέματα χαμηλής πολιτικής, που χαρακτηρίζουν
την ευρωπαϊκή προσέγγιση. Επιπλέον, η
το χάσμα που δημιουργήθηκε μεταξύ των ευρωπαίων σχετικά με τη συμμετοχή τους
στην «εκστρατεία» στο Ιράκ, δημιούργησε αισθήματα αναξιοπιστίας στον αραβικό
κόσμο, ενώ η διεύρυνση, προκάλεσε αισθήματα αποκλεισμού, καθώς
ερμηνεύτηκε, ως μετατόπιση του ενδιαφέροντος της ΕΕ προς όφελος των κρατών της
Ανατολικής Ευρώπης που πλέον συμμετέχουν ισότιμα στο Ευρωπαϊκό γίγνεσθαι.
Μια ανομολόγητη, αλλά εμφανής πλευρά της πρωτοβουλίας το 1995 ήταν η προσπάθεια των Μεσογειακών χωρών της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένης της χώρας μας, να εξισορροπήσουν τη μετατόπιση του κέντρου βάρους εντός της EΕ λόγω της διεύρυνσης, ενισχύοντας τη μεσογειακή της διάσταση. Μετά τη διεύρυνση παρουσιάζονται νέα δεδομένα, τόσο λόγω έλλειψης διαθέσιμων πόρων, αλλά κυρίως λόγω της έλλειψης κοινής αντίληψης για την αντιμετώπιση των Μεσογειακών προκλήσεων. Αυτό κατέστη εμφανές από την πρώτη στιγμή στην κομβική, λόγω διεύρυνσης, Σύνοδο της ΔτΒ, εδώ στο Ηράκλειο, το Μαΐο του 2003, όπου και πρωτοπαρουσιάστηκε η νέα Ευρωπαϊκή Πολιτική Γειτονίας. (ΕΠΓ). Η «καινοτομία» της νέας πολιτικής συνίσταται, στο ότι ο εκδημοκρατισμός και οι μεταρρυθμίσεις προωθούνται πλέον διμερώς. Αυτή η «φιλελευθεροποίηση» των εξωτερικών σχέσεων της ΕΕ αναμένεται να είναι καθοριστική, καθώς αρκετοί Μεσογειακοί εταίροι αναζητούν διαφορετικά επίπεδα πολιτικής και οικονομικής δέσμευσης με τον ευρωπαϊκό πυρήνα.
Μια μακρο-διαδικασία, όπως αυτή της Βαρκελώνης για τη μετατροπή της Μεσογείου σε ένα χώρο σταθερότητας και ανάπτυξης, δεν μπορεί παρά να προχωρήσει με δοκιμασίες, λάθη και «πισωγυρίσματα». Δεν πρέπει, όμως, να ξεχνάμε, ότι ο σχεδιασμός, η λειτουργία και η αποτελεσματικότητα συστημάτων διεθνούς συνεργασίας και συλλογικής διακυβέρνησης απαιτούν μέγιστη ικανότητα διακυβέρνησης, η οποία στο Μεσογειακό Νότο δεν υπάρχει καθώς οι περισσότερες χώρες βρίσκονται ακόμη στη διαδικασία κρατικού σχηματισμού, ενώ στο Βορρά το πρόβλημα έγκειται στην έλλειψη πολιτικής διάθεσης για συνδιαχείριση των κοινών προκλήσεων.
Θα πρέπει να τονιστεί, ότι οι «ήπιες» ευρωπαϊκές φιλοδοξίες στη Μεσόγειο αντιμετωπίζουν τη «σκληρή» στρατιωτική ισχύ των HΠA, οι οποίες προωθούν την αναμόρφωση της «ευρύτερης Mέσης Aνατολής» προς όφελος τους. Προκειμένου η ΕΕ να υπερασπιστεί τη δεσπόζουσα θέση της στην περιοχή, εκτός από την απεξάρτηση της από τις πολιτικές των ΗΠΑ, απαιτείται επιπλέον, και η ανάπτυξη μιας ισχυρής, και πάνω από όλα, «κοινής» ευρωπαϊκής παρουσίας. Σε μια πιο προωθημένη εκδοχή, η αναγκαιότητα της ομοσπονδιοποίησης της ΕΕ υπαγορεύεται και από την αναγκαιότητα να αποκτήσει την απαραίτητη εσωτερική συνοχή και να καθιερωθεί ως σημαντική παγκόσμια δύναμη ικανή να ανταπεξέλθει στον ανταγωνιστικό αμερικανικό παράγοντα.
Οι σκέψεις αυτές μας οδηγούν στο δεύτερο άξονα προβληματισμού που έθεσα αρχικά, δηλαδή τη Μετα-Συναταγματική συγκυρία της πολυσύνθετης ευρωπαϊκής πραγματικότητας και στο ζήτημα της πολιτικής ενοποίησης μετά τη διεύρυνση.
Είναι γεγονός ότι, το ευρωπαϊκό σύστημα συνεργασίας που στηρίζεται στην εθελοντική παραχώρηση κυριαρχίας, είναι πλέον ένα σύστημα πολυεπίπεδης διακυβέρνησης που μετασχηματίζεται σταδιακά σε μια «Συμπολιτεία» 27 πλέον χωρών. Είναι όμως γεγονός ότι μετά την αποτυχία επικύρωσης της Συνταγματικής Συνθήκης βρίσκεται σε κομβικό σημείο. Τα δημοψηφίσματα της Γαλλίας και της Ολλανδίας, άνοιξαν ένα νέο κύκλο ευρωσκεπτικισμού και εσωστρέφειας. Πολλοί αναφέρονται στα όρια της ενοποίησης, με αφορμή τη μαζική διεύρυνση της ΕΕ, την, ως εκ τούτου αναποτελεσματικότητα του συστήματος λήψης των αποφάσεων. Δεν είναι, επίσης, λίγοι εκείνοι που θεωρούν ότι η «ήπια» έως υποτονική διεθνής παρουσία της ΕΕ και η προς τούτο εσωτερική δομή της, αποτελούν κρίσιμες συνιστώσες για το μέλλον της Ευρώπης. Παντού ακούγονται φωνές ότι πρέπει να «εμβαθύνουμε» την Ένωσή μας. Ότι πρέπει να την κάνουμε πιο αποτελεσματική. Ότι, με δυο λόγια, πρέπει να μάθουμε να λειτουργούμε με τρόπο ανάλογο του μεγέθους και της ακτινοβολίας μας. Η αναγκαιότητα αυτή φαίνεται να υπήρξε ανάμεσα στις προτεραιότητες της Συνταγματικής Συνθήκης, μέσω της ρητής απόδοσης στην ΕΕ διεθνούς νομικής προσωπικότητας και διεθνούς εκπροσώπησής - ένα Πρόεδρο του Συμβουλίου και ένα Υπουργό Εξωτερικών.
Είναι
ενδιαφέρον, ότι τα νέα στοιχεία που θα προσέθετε η Συνθήκη στο ευρωπαϊκό
οικοδόμημα, η οποία συνολικά δεν ήταν φειδωλή σε θεσμικές διευθετήσεις που
αφορούν τη διεθνή διάσταση της ΕΕ, δεν αποτέλεσαν αντικείμενο αμφισβήτησης. Οι
αντιρρήσεις επικεντρώθηκαν στις φιλελεύθερες οικονομικές ρυθμίσεις, που όμως
προϋπήρχαν σε υφιστάμενες Συνθήκες ή/και στο corpus των κοινών
πολιτικών, στην έλλειψη ουσιαστικής διαβούλευσης και συμμετοχής των πολιτών,
καθώς και στις επιπτώσεις από την «ανεξέλεγκτη» διεύρυνση, ιδιαίτερα όσον αφορά
την Τουρκία. Επιπλέον, άλλα εθνοκεντρικά προβλήματα, όπως ο φόβος για το μέλλον
του κοινωνικού κράτους, η μετανάστευση, η εθνική ταυτότητα και η προστασία της,
ακόμη και η διάθεση πολιτικής τιμωρίας των Κυβερνήσεων του Προέδρου Σιράκ και
του Πρωθυπουργού Βalkenede
κλπ, αναφέρονται ανάμεσα στις αιτίες των αρνητικών δημοψηφισμάτων. Ενώ φαίνεται
πως η Συνταγματική Συνθήκη «πλήρωσε τα σπασμένα» άλλων, η εικόνα παραμένει
συγκεχυμένη ακόμη και σήμερα, δυσχεραίνοντας την ιεράρχηση των προκλήσεων και,
κυρίως, των δράσεων.
Σε μια τέτοια απόπειρα, θα έλεγα ότι η κύρια θεσμική πρόκληση σχετίζεται με την προβληματικότητα - ιδιαίτερα μετά την διεύρυνση - των διατάξεων της ισχύουσας Συνθήκης της Νίκαιας και τα οποία αφορούν στην διαδικασία λήψης των αποφάσεων. Ταυτόχρονα εμφανίζεται και ένα έλλειμμα πολιτικής ηγεσίας στην ενοποιητική διαδικασία. Η Γαλλο-Γερμανική συνεννόηση που αποτέλεσε την ατμομηχανή της ενοποίησης για πολλά χρόνια, εδώ και αρκετό καιρό, φαίνεται να έχει χάσει την λάμψη της. Επιπλέον, αντίθετες συσπειρώσεις, όπως εκείνες που διαμορφώθηκαν με την κρίση του Ιράκ (Παλαιά versus Νέα Ευρώπη) φαίνονται δραστήριες και ενδυναμωμένες, ιδιαιτέρως κατά τις συζητήσεις για το τέταρτο ΚΠΣ 2007-2013. Η Μ. Βρετανία, μαζί με ομάδα νεοεισελθέντων «φιλοατλαντικών» χωρών, είναι προσανατολισμένη στη διεύρυνσή της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς με νέες χώρες, χωρίς περαιτέρω πολιτική ενοποίηση. Από την άλλη πλευρά, ο αρχικός πυρήνας της Ένωσης, παρά το αρνητικό αποτέλεσμα των δημοψηφισμάτων, παραμένει θετικός για την προώθηση της ενοποίησης, ιδιαίτερα στο χώρο της εξωτερικής πολιτικής και της άμυνας, καθώς και την ενίσχυση της κοινωνικής διάστασης και συνοχής της ΕΕ. Το συμπέρασμα είναι ότι η πολιτική ενοποίηση φαίνεται να καθυστερεί σημαντικά μετά τη διεύρυνση.
Παραδοσιακά η ευρωπαϊκή
ενοποίηση κινείται στην λογική της «φυγής προς τα εμπρός» ως μέσο για την
αντιμετώπιση των κατά καιρούς κρίσεων. Η λογική των ενισχυμένων συνεργασιών της
Συνθήκης της Νίκαιας ακολουθεί αυτήν τη λογική και ίσως να αποτελέσει μια
διέξοδο εάν βεβαίως υπάρξει μια αξιόπιστη «συμμαχία προθύμων» εντός της ΕΕ. Σε
αυτό το επίπεδο, οι χώρες της ευρωζώνης ίσως θα μπορούσαν να προχωρήσουν σε μια
ενισχυμένη συνεργασία. Η μετεξέλιξη αυτής της ομάδας σε Πολιτική Ένωση, με
ανοικτή πρόσκληση σε όσες χώρες επιθυμούν να προσχωρήσουν, αποτελεί φυσική
συνέχεια της οικονομικής ενοποίησης που, επιπρόσθετα, θα ενισχύσει τη λειτουργικότητα
και αποτελεσματικότητα της ευρωζώνης. Αν και η συνοχή τής σε ζητήματα εκτός ΟΝΕ
είναι συζητήσιμη, εάν αναλάβει την ευθύνη που της αναλογεί, τότε θα πρέπει να
διευκρινισθούν, τόσο ο τελικός στόχος, όσο και τα ενδιάμεσα στάδια υλοποίησης
του. Ίσως με μια νέα Διακυβερνητική Διάσκεψη, η οποία θα επανατοποθετήσει
συνολικά και in tandem με τις Ευρωπαϊκές κοινωνίες τη
Συνταγματική Συνθήκη, την αναγκαιότητά της, την πολιτική της ταυτότητα, την οικονομική
της φιλοσοφία, αλλά και τη διάθεση πολιτικής και αμυντικής ενοποίησης, μπορεί
να αποτελέσει μια αξιόπιστη λύση στο χρόνιο πρόβλημα του δημοκρατικού
ελλείμματος. Χωρίς την ουσιαστική εισροή από τις Ευρωπαϊκές κοινωνίες δεν μπορεί
(και ούτε θα μπορέσει) να νομιμοποιηθεί στη συνείδηση της κοινής γνώμης.
Στην παράδοξη διεθνολογικά περίοδο που διανύουμε, το Βεστφαλιανό σύστημα φαίνεται να βουλιάζει στην ήπειρο που το δημιούργησε, ενώ ταυτόχρονα, τα κράτη διαθέτουν την αρχιτεκτονική που τους ταιριάζει, με αποτέλεσμα, η πολιτική ενοποίηση να αφήνει ανοιχτά ερωτήματα. Το κατά πόσο δηλαδή οι έντονες διευρωπαϊκές διαδράσεις διαφοροποιούν τη συμπεριφορά και τις αξίες των μελών της ΕΕ και καταλήγουν στο μαρασμό του εθνικού κράτους ή εάν αυτές οι διαδικασίες δεν είναι τίποτε άλλο παρά παραδοσιακές διακρατικές διαπραγματεύσεις σε ένα εξαιρετικά πλέον σύνθετο και απαιτητικό περιβάλλον, αποτελούν ανοικτά ερωτήματα που παραπέμπουν ευθέως στο «πόση» και «ποια» Ευρώπη θέλουμε. Τα πολλαπλά ερωτήματα που τίθενται υπερβαίνουν τον απλό γεωγραφικό καθορισμό της ηπείρου και αναμφίβολα έχουν συνέπειες τόσο στο είδος της Ένωσης που θέλουμε, όσο και στην κρίσιμη για τη χώρα μας ειρηνευτική και αναπτυξιακή δράση της, στην περιοχή της Μεσογείου.
Εν κατακλείδι, μετά
την (υπερ)διεύρυνση, η ΕΕ ισχυροποιήται γεω-οικονομικά για να λειτουργήσει ως
εναλλακτικός πόλος στο διεθνές σύστημα, ωστόσο, η αυξανόμενη λογική της «διαφορετικότητας»
έχει ουσιαστική επίπτωση στη διαμόρφωση μιας συνεκτικής εξωτερικής πολιτικής
και ασφάλειας. Στο μέλλον, η αυξανόμενη πολυμορφία ενδέχεται να δημιουργήσει
μεγαλύτερες προκλήσεις, τόσο σε αξιακό επίπεδο, όσο και στην αναγνώριση κοινών
συμφερόντων μεταξύ των κρατών μελών. Μέχρι σήμερα, οι Ευρωπαίοι, μέσα από
συγκυρίες όπως η σημερινή, προσπαθούν να «μάθουν» και να «επανεκτιμήσουν»
εαυτούς διαφυλάττοντας πάντα το κεκτημένο τους. Αυτή η διαδικασία οδηγεί – αργά
και επίπονα – εδώ και 50 χρόνια, στη θεσμική προσαρμογή και στην πολιτική καινοτομία
στη βάση ενός προτύπου ενοποίησης, ικανού να συνδυάζει την ενότητα με τη
διαφορετικότητα, την κυριαρχία με τη συνδιάθεση, και τη διπλωματία με τη
δημοκρατία και την ανάπτυξη. Αυτή είναι, κυρίες και κύριοι, η μεγάλη πρόκληση για
το μέλλον της ΕΕ στο 21ο αιώνα.
Σας ευχαριστώ πολύ.